- ἔφησεν
- φημίSpir. Prooem.aor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έξαρνος — ἔξαρνος, ον (Α) [εξαρνούμαι] 1. αυτός που αρνείται με επιμονή («ὁ μὲν γὰρ ἔφησεν, ό δὲ διὰ τέλους ἔξαρνος ἦν», Αντιφ.) 2. αυτός που αποκρίνεται αρνητικά, που αρνείται ή διαψεύδει αποφασιστικά («ἔξαρνος ἦν τοῡ φόνου», Ιώσ.) … Dictionary of Greek
ετερολεξία — ἑτερολεξία, ἡ (Μ) [ετερόλεκτος] η έκφραση τής ίδιας έννοιας με άλλες λέξεις («κατὰ ἑτερολεξίαν τὸ αὐτὸ νόημα ἔφησεν») … Dictionary of Greek
БЛУДНОГО СЫНА НЕДЕЛЯ — [греч. κυριακὴ τοῦ ἀσώτου], одна из подготовительных недель (воскресений) перед Великим постом, между неделями мытаря и фарисея и мясопустной. В силу того, что Великий пост каждый год начинается в разное время, Б. с. н. приходится на период с 18… … Православная энциклопедия